συνοδία — συνοδίᾱ , συνοδία journey in company fem nom/voc/acc dual συνοδίᾱ , συνοδία journey in company fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδίᾳ — συνοδίαι , συνοδία journey in company fem nom/voc pl συνοδίᾱͅ , συνοδία journey in company fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδία — η, ΝΜΑ, και συνοδιά Ν [συνοδός] 1. κοινή πορεία, συνοδοιπορία 2. ομάδα συνοδοιπόρων, καραβάνι μσν. το εκκλησίασμα σε μια τελετή («μήτε εἰς συνοδίαν βουλόμενος εἰσελθεῑν», Παλλ.) αρχ. 1. συναναστροφή, συντροφιά («ἀνδρὸς πονηροῡ φεῡγε συνοδίαν ἀεί» … Dictionary of Greek
Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
συνοδίας — συνοδίᾱς , συνοδία journey in company fem acc pl συνοδίᾱς , συνοδία journey in company fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδίαι — συνοδία journey in company fem nom/voc pl συνοδίᾱͅ , συνοδία journey in company fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδίαν — συνοδίᾱν , συνοδία journey in company fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδίαις — συνοδία journey in company fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
дружина — ст. слав. дроужина συνοδία, συστρατιῶται, ἑταῖροι (Супр.), болг. дружина, сербохорв. дру̀жина, словен. družina, чеш. družina, польск. drużyna отряд, общество . Производное от друг. Напротив, имя собств. ж. р. Дружневна – супруга Бовы (Повесть о… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Synode (Evangelische Kirchen) — Synode (griechisch Σύνοδος, synodos, „Weggenosse, Begleiter“; Σύνοδία, synodia, „Reisegesellschaft, Karawane (z.T. auch als Synonym für Familie“) bezeichnet eine Versammlung in kirchlichen Angelegenheiten. Dieser Artikel oder Absatz stellt die… … Deutsch Wikipedia
Пеший конному не товарищ — Пѣшій конному не товарищъ. Счастливый на конѣ, безчастный пѣшъ (подъ конемъ). Ср. Иноходецъ въ пути не товарищъ, а большой въ избѣ не сосѣдъ. Ср. Петръ Ивановъ Ильинскій. Собр. 4291 древн. Росс. посл. (Рукопись Погодина.) Ср. Pauperior caveat… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)